- μπιμπελό
- bibelot
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπιμπελό — το άκλ. (λ. γαλλ.), κομψοτέχνημα με μικρές διαστάσεις: Το σαλόνι της είναι γεμάτο μπιμπελό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιμπελό — και μπιμπλό, το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, μικροτέχνημα, κομψοτέχνημα, που τοποθετείται συνήθως σε εταζέρα ή σε άλλο έπιπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ηχομιμητική λ. bibelot] … Dictionary of Greek